ὄνοσμα — stone bugloss neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνόσματος — ὄνοσμα stone bugloss neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
onosma — ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta herbácea perenne de la familia de las saxifragáceas de flores blancas. * * * onosma (del lat. «onosma», del gr. «ónosma») f. *Orcaneta amarilla (planta borraginácea). * * * onosma. (Del lat. onosma, y este… … Enciclopedia Universal
ονοσμόδιο — το βοτ. γένος δικότυλων φυτών τής οικογένειας βοραγινίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onosmodium (ανώμαλη μορφή τού όνοσμα)] … Dictionary of Greek
φλονίτις — ίτιδος, ἡ, ΜΑ πιθ. άλλη ονομασία για τό φυτό ονωνίς ή όνοσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. τού φλόμος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. μηκων ῖτις)] … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
onosma — (Del lat. onosma, y este del gr. ὄνοσμα). f. Especie de onoquiles … Diccionario de la lengua española